γάλοως

γάλοως
γάλοως και γάλως, η (Α)
αδελφή τού συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος τού αδελφού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών τού συζύγου και τής συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά το οποίο πρέπει να ορίζεται επακριβώς η οικογενειακή κατάσταση. Πιθ. αρχικά να δήλωνε την ανύπαντρη αδελφή τού συζύγου. Συνδέεται με λατ. glōs, glōris «αδελφή τού συζύγου» (υστερογενώς «σύζυγος τού αδελφού»), σλαβ. *zŭlŭvα, αρμ. tαl (με t- αντί c-) όλα με την ίδια σημ. Ως προς την κατάληξη, ο αττ. τ. γάλως μοιάζει με τα αττικόκλιτα πάτρως, μήτρως, επίσης ουσ. συγγένειας, ενώ το ομ. γάλοως είχε τελείως διαφορετική κλίση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαλόως — γαλόω̆ς , γάλοως husband s sister masc acc pl (attic epic ionic) γαλόω̆ς , γάλοως husband s sister masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλοως — γάλοω̆ς , γάλοως husband s sister masc acc pl (attic epic ionic) γάλοω̆ς , γάλοως husband s sister masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλόων — γάλοως husband s sister masc gen pl (attic epic ionic) γαλόω̆ν , γάλοως husband s sister masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλων — γάλοως husband s sister masc gen pl (attic epic ionic) γάλω̆ν , γάλοως husband s sister masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλόῳ — γαλόῳ̆ , γάλοως husband s sister masc nom pl (attic epic ionic) γαλόῳ̆ , γάλοως husband s sister masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλως — γάλω̆ς , γάλοως husband s sister masc acc pl (attic epic ionic) γάλω̆ς , γάλοως husband s sister masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλῳ — γάλῳ̆ , γάλοως husband s sister masc nom pl (attic epic ionic) γάλῳ̆ , γάλοως husband s sister masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλόω — γαλόω̆ , γάλοως husband s sister masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλω — γάλω̆ , γάλοως husband s sister masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”